άθρησκος

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει θρησκεία ή θρησκευτική πίστη, ο άθεος
2. αυτός που παραμελεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα, ο μη θρησκευόμενος, ο μη ευσεβής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + θρήσκος.
ΠΑΡ. αθρησκία].