άθροισμα

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

το (Α ἄθροισμα και ἅθροισμα) ἀθροίζω
νεοελλ.
το αποτέλεσμα της πρόσθεσης, σύνολο, σούμα
αρχ.
1. συνάθροιση, συγκέντρωση
2. το συγκεντρωμένο πλήθος
3. η συνδρομή, δηλ. η συγκέντρωση τών ατόμων για τη συγκρότηση ενός συνόλου.