Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άλαλος

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄλαλος, -ον)
αυτός που δεν μιλάει, άναυδος, άφωνος, βουβός, μουγγός
νεοελλ.
ανόητος, βλάκας, παλαβός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + λάλος < λαλῶ.
ΠΑΡ. αλαλία
νεοελλ.
αλαλιάζω, αλαλογώ, αλαλομάρα].