άναυδος

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄναυδος, -ον) αυδή
ανίκανος να αρθρώσει φωνή, άφωνος, άλαλος
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει από την έκπληξή του, εμβρόντητος, αποσβολωμένος
αρχ.
1. αμίλητος, σιωπηλός
2. αυτός που επιβάλλει σιωπή σε άλλον
3. ανέκφραστος, φοβερός.