βουβός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM βωβός και Μ βουβός, -ή, -όν)
αυτός που δεν μιλάει ή που δεν μπορεί να μιλήσει
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν κάνει θόρυβο, ήσυχος
2. το ουδ. ως ουσ. ξύλινη δοκός, χοντρή και ανθεκτική
αρχ.
φρ. «βωβά πρόσωπα» — πρόσωπα δραματικών έργων, τα οποία συμμετέχουν στην παράσταση χωρίς να μιλούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Σχηματισμός σε -βος (πρβλ. κλαμβός, κολοβός, ραιβός κ.ά.) που συνδέθηκε με τη γλώσσα του Ησύχ. βωβύζειν «σαλπίζειν»].