αλαλιάζω
From LSJ
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
Greek Monolingual
1. κάνω κάποιον άλαλο, ανόητο, τον αποβλακώνω
2. φέρνω κάποιον σε κατάσταση ζάλης, τον κάνω ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν γύρω του
3. φέρνω κάποιον σε σύγχυση και αμηχανία, ζαλίζω, σκοτίζω
4. ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, περιέρχομαι σε αναισθησία
5. συγχύζομαι, ταράζομαι
6. αποβλακώνομαι, παλαβώνω
7. εκπλήσσομαι, θαμπώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίθ. άλαλος με αναλογική επίδραση ρημάτων σε –ιάζω, που δηλώνουν ασθένεια, ή γενικότερα πάθηση
πρβλ. μουδιάζω, νευριάζω, παθιάζω, χτικιάζω, ψειριάζω.
ΠΑΡ. αλαλιασμός].