άπτερος
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
κ. άφτερος, -η, -ο (AM ἄπτερος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν έβγαλε ακόμη φτερά, ο απτέρωτος
αρχ.
(για λόγο)
1. αυτός που δεν έχει λεχθεί, ανείπωτος
2. αυτός που δεν έχει επιβεβαιωθεί, αβέβαιος, αβάσιμος
3. επίθ. της Αθηνάς Νίκης, που εικονιζόταν στην Αθήνα χωρίς φτερά, πράγμα που συμβόλιζε την παραμονή της στην πόλη για πάντα.