κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
-η, -ο (AM ἄσοφος, -ον)ο μωρός, ο ανόητος, ο επιπόλαιοςαρχ.(για πράξη ή έκφραση) ο άστοχος, ο άκριτος.