έγκυρος

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει κύρος, αξιόπιστος, αυθεντικός («έγκυρες πληροφορίες»)
2. αυτός που έχει νομική ισχύ («έγκυρη διαθήκη»).