έδνον

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

ἔδνον, το (συν. στον πληθ. ἕδνα και ἔεδνα) (Α)
1. τα δώρα που προσφέρει ο μνηστήρας στον πατέρα της νύφης
2. τα δώρα που προσφέρουν οι συγγενείς του πατέρα και της μητέρας στη νύφη
3. τα γαμήλια δώρα
4. δώρο.