έδνον

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek Monolingual

ἔδνον, το (συν. στον πληθ. ἕδνα και ἔεδνα) (Α)
1. τα δώρα που προσφέρει ο μνηστήρας στον πατέρα της νύφης
2. τα δώρα που προσφέρουν οι συγγενείς του πατέρα και της μητέρας στη νύφη
3. τα γαμήλια δώρα
4. δώρο.