Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
-η, -ο (AM ἔκδοτος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
ο παραδομένος στα πάθη, ο ακόλαστος
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που παραδόθηκε
2. προδομένος
3. (για γυναίκα) αυτή που δόθηκε σε γάμο
4. αυτός που περιέρχεται στη διάθεση κάποιου.