Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
ἔνθυμος, -ον (Α) θυμόςεμψυχωμένος, θαρραλέος, ζωηρός, σφριγηλός. επίρρ...ἐνθύμωςπρόθυμα, εγκάρδια.