ένθυμος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

ἔνθυμος, -ον (Α) θυμός
εμψυχωμένος, θαρραλέος, ζωηρός, σφριγηλός.
επίρρ...
ἐνθύμως
πρόθυμα, εγκάρδια.