ἔνθυμος
From LSJ
English (LSJ)
ἔνθυμον, spirited, Arist.Pol.1327b30.
Spanish (DGE)
-ον
valiente, animoso τὸ τῶν Ἑλλήνων γένος ... ἔνθυμον καὶ διανοητικόν ἐστιν Arist.Pol.1327b30, ἀνάστηθι, ἐ. γενοῦ ref. al profeta Daniel, Cyr.H.Catech.12.14.
German (Pape)
[Seite 843] mutig, Arist. Pol. 7, 7.
Russian (Dvoretsky)
ἔνθῡμος: мужественный, отважный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνθῡμος: -ον, θυμοειδής, ζωηρός, τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων γένος... ἔνθυμον καὶ διανοητικόν ἐστιν Ἀριστ. Πολιτ. 7. 7, 3. -Ἐπίρρ. ἐνθύμως, προθύμως, ἐγκαρδίως, Βασιλ. Ἐπιστ. τ. 2. σ. 978C.
Greek Monolingual
ἔνθυμος, -ον (Α) θυμός
εμψυχωμένος, θαρραλέος, ζωηρός, σφριγηλός.
επίρρ...
ἐνθύμως
πρόθυμα, εγκάρδια.