έξαυλος

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source

Greek Monolingual

ἔξαυλος, -ον (Α) αυλός
(για επιστόμιο αυλού)
υπερβολικά χρησιμοποιημένος, εφθαρμένος.