έσις

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

(I)
ἕσις, ἡ (Α) ίημι
1. άφεση
2. ορμή.
(II)
ἕσις, ἡ (Α) έζομαι
το να κάθεται κάποιος, το κάθισμα.