ήθηση
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
Greek Monolingual
η (Α ἤθησις) ηθώ
η ενέργεια του ηθώ, αποστράγγιση, διύλιση, στράγγισμα, σούρωμα
αρχ.
(για πέτρες)
1. καθάρισμα, τρίψιμο, λείανση («ἠθήσιος τῶν λίθων», επιγρ.)
2. κοσκίνισμα, καθαρισμός μεταλλεύματος.