ίππευση

From LSJ

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἴππευσις) ιππεύω
η ανάβαση σε ίππο, ο τρόπος του καθίσματος πάνω σε ίππο, η ιππασία.