ίσχαιμος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἴσχαιμος, -ον)
αυτός που προκαλεί αναστολή της κυκλοφορίας του αίματος («ἴσχαιμος περίδεσις» — η πρόχειρη κατάπαυση της αιμορραγίας από κάποιο τραύμα, Θεόφρ.)
αρχ.
1. (για φάρμακα) ο στυπτικός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἴσχαιμος
ρίζα φυτού που αναστέλλει την εκροή του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἴσχ- (< ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω») + -αιμος (< αίμα), πρβλ. ολίγ-αιμος, παχύ-αιμος].