δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἀίδιος, -ον (Α)1. αιώνιος, ακατάλυτος, αδιάκοπος, συνεχής2. φρ. «ἀίδιος οὐσία», η αιωνιότητα3. (επιρρ. φρ.) «ἐς ἀίδιον», για πάντα, επ’ άπειρον.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ-ίδιος < ἀεί.ΠΑΡ. αρχ. ἀιδιότης, ἀιδιάζω].