αγακλεής

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

Greek Monolingual

ἀγακλεής, -ές (Α)
ένδοξος, περίφημος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγα- + κλέος.