αγανόφρων

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

ἀγανόφρων (-ονος), ο (Α)
ευγενικός, ήπιος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγανὸς + φρήν.