αγεληλάτης

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source

Greek Monolingual

και αγελολάτης και αγελαλάτης, ο
αυτός που οδηγεί αγέλη, αγελαδοβοσκός, αγελαδάρης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγέλη + ἐλάτης (= αυτός που οδηγεί < ἐλαύνω. Το -ο- στον γ΄ τύπο από αφομοίωση].