αγλαόθρονος

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source

Greek Monolingual

ἀγλαόθρονος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπερό θρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + θρόνος.