τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
1. κόβω τους καρπούς προτού ωριμάσουν, άγουρους, αγίνωτους2. διακόπτω, σταματώ κάτι πρόωρα.