αγραυλία

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161

Greek Monolingual

ἀγραυλία, η (Α)
ἄγραυλος
1. (ιδιαίτερα για βοσκούς) διαμονή στους αγρούς, στην ύπαιθρο
2. στρατιωτική υπηρεσία στους αγρούς.