αγραυλία
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
ἀγραυλία, η (Α)
ἄγραυλος
1. (ιδιαίτερα για βοσκούς) διαμονή στους αγρούς, στην ύπαιθρο
2. στρατιωτική υπηρεσία στους αγρούς.