αγριόμορφος

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀγριόμορφος, -ον)
άγριος στη μορφή, στην όψη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγριος + μορφή.