αγχίδομος

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

ἀγχίδομος, -ον (Α)
αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον, ο γείτονας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + δόμος.