αδάγκωτος

From LSJ

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν δαγκώθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + δαγκωτός < δαγκώνω].