Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
-η, -ο και αδειατός, -ή, -όάδειος1. αυτός που έχει ευχέρεια χρόνου, ο εύκαιρος2. κενός, άδειος, αδειανός.