αδικοθάνατος
From LSJ
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που πέθανε άδικα, δηλ. βίαια ή πρόωρα
2. (για κατάρα) ο άξιος να πεθάνει άδικα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδικο- + θάνατος.
ΠΑΡ. αδικοθανατίζω].