Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αδωροδόκητος

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδωροδόκητος, -ον) δωροδοκῶ
αυτός που δεν δωροδοκήθηκε ή δεν μπορεί να δωροδοκηθεί, αδέκαστος, αδιάφθορος.