αδέκαστος

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδέκαστος, -ον) δεκάζω
1. αυτός που δεν παίρνει χρήματα, δεν δωροδοκείται, δεν εξαγοράζεται για να παραβεί το καθήκον του
2. αμερόληπτος, απροκατάληπτος, δίκαιος, τίμιος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αδέκαστο
τιμιότητα, ακεραιότητα («το αδέκαστο του χαρακτήρα»).