αδωροδόκητος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδωροδόκητος, -ον) δωροδοκῶ
αυτός που δεν δωροδοκήθηκε ή δεν μπορεί να δωροδοκηθεί, αδέκαστος, αδιάφθορος.
-η, -ο (Α ἀδωροδόκητος, -ον) δωροδοκῶ
αυτός που δεν δωροδοκήθηκε ή δεν μπορεί να δωροδοκηθεί, αδέκαστος, αδιάφθορος.