αειγενέτης

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Greek Monolingual

ἀειγενέτης, ο (Α)
(μόνο στον επικό τύπο αἰειγενέτης, ως επίθετο θεών) αιώνιος, αθάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + γενετής].