Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
ἀειλαμπής, -ές (AM)ο πάντοτε φωτοβόλος, φεγγοβόλος, λαμπρός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + λάμπω.