αεραποθήκη

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

η τεχνολ.
δεξαμενή αποθηκεύσεως αέρα για βιομηχανική ή άλλη χρήση (π.χ. στα υποβρύχια). Ειδική περίπτωση μικρής αεραποθήκης είναι η αεροφιάλη.