αεραποθήκη

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90

Greek Monolingual

η τεχνολ.
δεξαμενή αποθηκεύσεως αέρα για βιομηχανική ή άλλη χρήση (π.χ. στα υποβρύχια). Ειδική περίπτωση μικρής αεραποθήκης είναι η αεροφιάλη.