οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
ἀθαλπής, -ές (AM) θάλποςο χωρίς θαλπωρή, ζεστασιάεπίρρ. ἀθαλπέως.