αθλοθετώ

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

(-έω) (Α ἀθλοθετῶ) ἀθλοθέτης
απονέμω ή καθιερώνω βραβείο αγώνων.