αιθερομανής

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που έχει το πάθος της αιθερομανίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰθήρ, -έρος + -μανής < μαίνομαι.