κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue
η (Α αἱμάτωσις) αἱματῶνεοελλ.1. η τροφοδότηση με αίμα μιας περιοχής του σώματος2. ρύση αίματος από αγγεία του σώματος·