αιμοφόρος

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός μέσα από τον οποίο κυκλοφορεί το αίμα.
2. φρ. «αιμοφόρα αγγεία» (Ανατ.)
οι σωληνοειδείς σχηματισμοί, μέσα στους οποίους κυκλοφορεί στον οργανισμό, σε κλειστό σύστημα, το αίμα. Περιλαμβάνουν τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή.