αιμοφόρος

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός μέσα από τον οποίο κυκλοφορεί το αίμα.
2. φρ. «αιμοφόρα αγγεία» (Ανατ.)
οι σωληνοειδείς σχηματισμοί, μέσα στους οποίους κυκλοφορεί στον οργανισμό, σε κλειστό σύστημα, το αίμα. Περιλαμβάνουν τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή.