τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
αἱμόδιψος, -ον (Α)ο αιμοδιψής.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + δίψα.ΠΑΡ. νεοελλ. αιμοδιψία].