αισθαντικός

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο γεμάτος συναισθήματα, ευαίσθητος, ευσυγκίνητος
2. λεπτός, διακριτικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αισθάνομαι ή πιθ. απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. sensitif ή sensible.
ΠΑΡ. νεοελλ. αισθαντικότητα].