αισθαντικός
From LSJ
Θεοὶ μέγιστοι τοῖς φρονοῦσιν οἱ γονεῖς → Numen parentes maximum prudentibus → Die rößten Götter sind die Eltern dem, der klug
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο γεμάτος συναισθήματα, ευαίσθητος, ευσυγκίνητος
2. λεπτός, διακριτικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αισθάνομαι ή πιθ. απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. sensitif ή sensible.
ΠΑΡ. νεοελλ. αισθαντικότητα].