αισθητοποιώ

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

κάνω κάτι αισθητό, τόσο σαφές ώστε να νομίζει κανείς ότι το βλέπει μπροστά του, αποσαφηνίζω, ζωντανεύω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αισθητός + ποιώ.
ΠΑΡ. αισθητοποίηση].