αισυλοεργός

From LSJ

οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)

Source

Greek Monolingual

αἰσυλοεργός, -όν (Α)
αυτός που πράττει ανόσια, κακούργος, παράνομος, άδικος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴσυλος + -εργός < ἔργον.