οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
αἰσυλοεργός, -όν (Α)αυτός που πράττει ανόσια, κακούργος, παράνομος, άδικος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴσυλος + -εργός < ἔργον.