ακαπνία

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315

Greek Monolingual

η Ιατρ.
ουσιαστικά, η ελάττωση (υποκαπνία) του διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα λόγω υπερβολικού αερισμού τών κυψελίδων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < acapnia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < επίθ. άκαπνος < α- στερητ. + καπνός.